- suberene
- суберен
Англо-русский технический словарь.
Англо-русский технический словарь.
σουβερένιο — το, Ν χημ. άκυκλος ακόρεστος υδρογονάνθρακας, που προκύπτει με την αφυδάτωση τής σουβερόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. suberene < λατ. suber «φελλός» + κατάλ. ene τής χημ. ορολογίας] … Dictionary of Greek